- κουφώδης
- κουφώδες, -ῶδες (Μ) [κούφος (Ι)]αυτὸς που προέρχεται από κουφότητα, από επιπολαιότητα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κούφος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 2 κάτ.) του νομού Χαλκιδικής. Βρίσκεται στη νοτιοδυτική ακτή της χερσονήσου της Σιθωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Τορώνης. Έχει χαρακτηριστεί παραδοσιακός οικισμός. 2. Πεδινός… … Dictionary of Greek